ένα πολύτιμο μη θρεπτικό, συστατικό της τροφής
Ο ορισμός της φυτικής ίνας περιλαμβάνει « το σύνολο των πολυσακχαριτών και της λιγνίνης που δεν πέπτονται στο πεπτικό σύστημα του ανθρώπου και φθάνουν στο παχύ έντερο ανέπαφοι».
Περιγράφοντας έτσι τη φυτική ίνα γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για ένα σύνολο ενώσεων με ανόμοια χημικά χαρακτηριστικά, που όμως περιγράφονται με ένα κοινό όρο επειδή έχουν από τον οργανισμό του ανθρώπου κοινή αντιμετώπιση ως προς την πέψη.Τα κύρια συστατικά της φυτικής ίνας προέρχονται από τα κυτταρικά τοιχώματα των φυτικών κυττάρων και περιλαμβάνουν μη αμυλούχους πολυσακχαρίτες (π.χ. κυτταρίνη, ημικυτταρίνη, κόμμεα, πηκτίνες), ολιγοσακχαρίτες (π.χ. ινουλίνη), λιγνίνη και συναφή φυτικά συστατικά (π.χ. κηροί, σουβερίνη).
Οι διαλυτές ίνες βρίσκονται στα σιτηρά και στα πίτουρα.
Δίνουν όγκο στην τροφή και την βοηθούν να περάσει γρήγορα από το έντερο.
Οι μη διαλυτές ίνες εάν αναμειχθούν με υγρά δημιουργούν ένα είδος ζελέ.
Βρίσκονται σε συγκεκριμένους καρπούς όπως όσπρια, αρακάς, λαχανικά και βρώμη.
Επιπλέον, οι φυσικοχημικές ιδιότητες της φυτικής ίνας επηρεάζουν τις λειτουργικές ιδιότητες των τροφίμων.
- Τα μοριακά συστατικά της, π.χ. πεντόζες, εξόζες , ουρονικά οξέα καθώς και την συγκεκριμένη δομή τους.
- Την παρουσία χαρακτηριστικών ομάδων, π.χ. καρβοξύλια, υδροξύλια, θειϊκές ομάδες, θέσεις των ομάδων και βαθμός υποκατάστασης.
- Τη βασική δομή που καθορίζεται από τον τύπο του γλυκοζιτικού δεσμού, το βαθμό διακλαδώσεων και πολυμερισμού.
- Τη διαμόρφωση του μορίου στο χώρο, π.χ. διαμόρφωση σε μικκύλια, ίνες ή ελικοειδείς δομές.
Η επίδραση της φυτικής ίνας έγκειται στην ελάττωση του ρυθμού της πρόσληψης απορροφήσιμης τροφής και στην πέψη.
Το χαρακτηριστικό ότι τροφές πλούσιες σε φυτική ίνα είναι ογκώδεις συμβάλλει στην δημιουργία αισθήματος πληρότητας στο στομάχι που θεωρείται σήμα κορεσμού. Πρόσληψη φυτικής ίνας με μορφή της μεθυλοκυτταρίνης ή guar με νερό πριν από το γεύμα χρησιμοποιήθηκε σε πειράματα με παχύσαρκα άτομα και προκάλεσε μείωση της προσλαμβανόμενης τροφής και του σωματικού βάρους.
Η διαλυτή φυτική ίνα αποδείχτηκε πιο αποτελεσματική από την αδιάλυτη στην πρόκληση κορεσμού.
Η συνεισφορά θερμίδων από τη φυτική ίνα είναι το αποτέλεσμα της αποδόμησης της από τη μικροβιακή χλωρίδα στο παχύ έντερο.
Τα παραγόμενα πτητικά λιπαρά οξέα αντιπροσωπεύουν το 70% περίπου των θερμίδων της αφομοιώσιμης φυτικής ίνας.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν το περιεχόμενο των θερμίδων είναι οι υπάρχοντες μικροοργανισμοί στο έντερο, ο τύπος της δίαιτας και οι συνθήκες παρασκευής του γεύματος.
Η διαλυτή φυτική ίνα αποδίδει περισσότερες θερμίδες απ’ ότι η αδιάλυτη.
Στον υπολογισμό των θερμίδων ενός γεύματος πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη η παρουσία της φυτικής ίνας.
Από το σύνολο των υδατανθράκων το κλάσμα που αντιστοιχεί στη φυτική ίνα δεν προσφέρει 4Κcal/g αλλά λιγότερες.
Το αποτέλεσμα αυτό ενισχύεται εάν η λήψη φυτικών ινών συνοδεύεται και από κατανάλωση νερού.
Τα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου, τα οποία παράγονται κατά τη ζύμωση των φυτικών ινών από τα μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου, αποτελούν σημαντική πηγή ενέργειας για τα κύτταρα του βλεννογόνου του παχέος εντέρου και μπορεί να εμποδίζουν την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό καρκινικών κυττάρων στο έντερο.
Βελτιώνοντας τη λειτουργία του εντέρου, οι φυτικές ίνες μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο νόσων και διαταραχών, όπως τα εκκολπώματα ή οι αιμορροΐδες, και πιθανώς, επίσης, να συμβάλλουν στην πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου.
- Η προσρόφηση καρκινογόνων ουσιών από τη φυτική ίνα
- Η αραίωση επιβλαβών ουσιών που προκαλείται από τον αυξημένο όγκο του περιεχομένου του εντέρου με την παρουσία της φυτικής ίνας
- Η μειωμένη επαφή στο παχύ έντερο των καρκινογόνων ουσιών επειδή ο χρόνος διάβασης μειώνεται με την παρουσία της φυτικής ίνας
- Η προστατευτική δράση του βουτυρικού οξέος που παράγεται κατά τη αποδόμηση της φυτικής ίνας από την μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου που λειτουργεί ως αναστολέας στη σύνθεση νουκλεϊνικών οξέων.
Σήμερα η διαιτητική παρέμβαση θεωρείται σημαντικό μέσο στην αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη και η φυτική ίνα κατέχει σημαντικό μερίδιο στο σχεδιασμό του διαιτολογίου.
Η κύρια δράση της φυτικής ίνας εντοπίζεται στην ηπιότερη γλυκαιμική ανταπόκριση του γεύματος που περιέχει περισσότερη φυτική ίνα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η φυτική ίνα παρεμβάλει ένα εμπόδιο στην απορρόφηση της γλυκόζης με αποτέλεσμα να μειώνει το ρυθμό της απορρόφησης της.
Από τις αδιάλυτες μορφές της φυτικής ίνας υποχοληστερολαιμική δράση δείχνει η λιγνίνη.
Καραγκιόζογλου-Λαμπούδη Θωμαή
Παιδογαστρεντερολόγος
Καθηγήτρια Κλινικής Διατροφής. ΑΤΕΙΘ
Πηγή: Ελληνικό Ίδρυμα Γαστρεντερολογίας & Διατροφής boro.gr/67380/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου